ἐπίλαμπτος

ἐπίλαμπτος
ἐπίλαμπτος
masc/fem nom sg
ἐπίληπτος
caught
masc/fem nom sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίλαμπτος — ον (Α) βλ. επίληπτος …   Dictionary of Greek

  • επίληπτος — ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, ον (Α) [επιλαμβάνω] 1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.) 2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος 3. ανίκανος, ανίσχυρος 4. αυτός που πάσχει από επιληψία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”